- ἀποκρίνονται
- ἀποκρί̱νονται , ἀποκρίνωset apartpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъвѣщавати — ОТЪВѢЩАВА|ТИ (36), Ю, ѤТЬ гл. 1.Говорить в ответ, отвечать: Пьрвѣѥ даже не слышиши не отъвѣштѧваи. и не вълагаисѧ въ срѣдѹ б‹е›сѣды (μὴ ἀποκρίνου) Изб 1076, 147 об.; въпроше||нъ же бывъ ѿ б҃жествьнаго навъкрати˫а. ѡ сѹщихъ въ епитемии. мнихъже и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
χημειοαίσθηση — η, Ν βιολ. η διαδικασία με την οποία όλοι οι οργανισμοί αποκρίνονται σε χημικά ερεθίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. chemoreception < chemo (πρβλ. χημει[ο] ) + reception «αίσθηση»)] … Dictionary of Greek